- θαμινά
- θᾰμῐνᾰ1 often
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι Pae. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι Pae. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
θαμινά — θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμίν' — θαμινά , θαμινός crowded neut nom/voc/acc pl θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc/acc dual θαμινά̱ , θαμινός crowded fem nom/voc sg (doric aeolic) θαμινέ , θαμινός crowded masc voc sg θαμιναί , θαμινός crowded fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμινάς — θαμινά̱ς , θαμινός crowded fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμινά — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) συχνά, θαμινά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. αντί θαμινά] … Dictionary of Greek
θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] … Dictionary of Greek